Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ εἰς τὴν τέχνην

См. также в других словарях:

  • Λαμπελέτ — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) μουσικοσυνθετών και μουσικολόγων. 1. Γεώργιος (Κέρκυρα 1875 – Αθήνα 1945). Σπούδασε στο ωδείο της Νάπολης, στην Ιταλία. Είναι από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν σοβαρά και με επιστημονική διάθεση με το …   Dictionary of Greek

  • λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… …   Dictionary of Greek

  • Σωρανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τη Μάλλο της Κιλικίας. Έζησε τον 4o ή 3o π.Χ. αιώνα. 2. Γιατρός από την Έφεσο. Έζησε στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και άσκησε το επάγγελμα στη Ρώμη. Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματα… …   Dictionary of Greek

  • LIBERI — apud Graecos 4. erant generum, teste Eust. in Hom. Γνήσιοι, Νότοι, Σκότιοι et Παρθηνίαι Γνήσιος, aliter Ι᾿θαγενὴς dicebatur, qui e matre cive natus esset, Lat. Legitimus. Non enim omnes sine ullo discrimine Liberi, quos patres tollebant in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CYZICUS — I. CYZICUS a Thessalis oriundus. Fuit enim ex Aeneo Apollinis et Stilbes filio natus, qui, relictâ Thessaliâ, ubi fuerat ortus. in Hellespontum se contulit atque ibi regnavit, et Aenetem, Eufori Thraciae Regis filiam, uxorem duxit, ex qua Cyzicum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROPHONIUS — vates, speluncam in Boeotia, apud Lebadeam urb. habitans, in quam qui descendebat, perpetuo agelastus et irrisibilis erat Unde proverb. In antro Trophonii vaticinatus es. Niceph. Greg. in Synes. de Insomn. Ε᾿γεύετό τις ἀνὴς Τροφώνιος ὄνομα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»